κραίνω

κραίνω
(I)
κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α)
(ποιητ. ρ.)
1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ.
β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ' ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.)
2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α. «οἵ ρ' ἔτυμα κραίνουσι», Ομ. Οδ.
β. «μαντεύματα κραίνει», Ευρ.
γ. «ἀρὰ Κρόνου τότ' ἤδη παντελῶς κρανθήσεται», Αισχύλ.)
3. διατάζω («ἔπραξεν ὡς ἔκρανεν», Αισχύλ.)
4. ασκώ εξουσία, κυβερνώ, άρχω (α. «δώδεκα γὰρ κατὰ δῆμον... βασιλῆες ἀρχοι κραίνουσι», Ομ. Οδ.
β. «ὁ κραίνων τῆσδε τῆς χώρας», Σοφ.)
5. καταλήγω, έρχομαι εις πέρας («ποῑ δῆτα κρανεῑ, ποῑ καταλήξεις... μένος ἄτης;», Αισχύλ.)
6. (για νόσο) βρίσκομαι στο κρίσιμο σημείο
7. ιατρ. α) (για οστό) λήγω («ὅπη κραίνουσι», Ιπποκρ.)
β) εκτείνομαι, εξαπλώνομαι («κραίνειν ἀπὸ ἥπατος ἐς νεφρούς», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός θεωρείται ο τ. κρᾱαίνω, που αποτελεί μετονοματικό παρ. ενός ονόματος με σημ. «κεφάλι», τού οποίου σώζεται η γεν. κρά-ατος < κράσ-ατος < IE *krs-n- (αλλά βλ. και λ. κάρα), όπως ὀνομ-αίνω < ὄνομα, -τος. Η κυριολεκτική σημ. τού ρ. θα πρέπει να ήταν «τοποθετώ την κεφαλή», άρα το ἄκρον, εξ ου και «αποτελειώνω, φέρω εις πέρας». Παρόμοιες, από σημασιολογικής απόψεως, λέξεις είναι το καρανώ και το γαλλ. achever. Από τον ενεστ. κρᾱ-αίνω προέκυψε ο ιων. αόρ. κρη-ῆναι, που συναιρέθηκε σε κρῆναι, και από αυτόν ο μτγν. ενεστ. κραίνω κατά το σχήμα φῆναι: φαίνω. Ο ενεστ. κραιαίνω φαίνεται ότι προέκυψε από συνδυασμό τών κρααίνω και κραίνω.
ΠΑΡ. αρχ. κραντήρ, κράντης, κράντωρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αυτόκρανος].
————————
(II)
βλ. κρένω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κραίνω — ṇ y pres subj act 1st sg κραίνω ṇ y pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραίνῃ — κραίνω ṇ y pres subj mp 2nd sg κραίνω ṇ y pres ind mp 2nd sg κραίνω ṇ y pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιαίνω — κραίνω ṇ y pres subj act 1st sg (epic) κραίνω ṇ y pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραινόντων — κραίνω ṇ y pres part act masc/neut gen pl κραίνω ṇ y pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανεῖ — κραίνω ṇ y fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κραίνω ṇ y fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανέει — κραίνω ṇ y fut ind mid 2nd sg (epic ionic) κραίνω ṇ y fut ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανίον — κραίνω ṇ y fut part act masc voc sg (doric) κραίνω ṇ y fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) κρᾱνίον , κρανίον upper part of the head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραῖνε — κραίνω ṇ y pres imperat act 2nd sg κραίνω ṇ y imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραίαινον — κραίνω ṇ y imperf ind act 3rd pl (epic) κραίνω ṇ y imperf ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραίνει — κραίνω ṇ y pres ind mp 2nd sg κραίνω ṇ y pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”